- εκσαρκίζομαι
- ἐκσαρκίζομαι (Α)απογυμνώνομαι από τις σάρκες («ἐκσεσαρκισμένος τῶν ὀστῶν», Ιεζεκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσαρκώ — ἐκσαρκῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι να σχηματίσει σάρκα, να σαρκώσει, να πιάσει κρέας 2. μέσ. (για ελιές) χοντραίνω 3. (αμτβ.) είμαι εύσαρκος, σαρκώδης 4. βγάζω τη σάρκα (βλ. και εκσαρκίζομαι) … Dictionary of Greek